Ήμουν δεν ήμουν 13 χρονών όταν δούλεψα σε έναν ηλεκτρονικό στη Νίκαια το καλοκαίρι που είχα μείνει μαθηματικά στο Γυμνάσιο. Οχτώ λεωφορεία την ημέρα το σύνολο, από Καμίνια Πειραιά, από Πειραιά Νίκαια δύο φορές την ημέρα με επιστροφή. Μία φορά είχα πάει και με το ποδήλατο αλλά αυτή είναι άλλη πονεμένη ιστορία. Ούτε που θυμάμαι τι χαρτζηλίκι έπαιρνα κάθε Παρασκευή, αυτό που με ένοιαζε ήταν που έβλεπα ανοιχτά τα βίντεο, τα κασσετόφωνα (μέχρι και τα μικρά ραδιάκια που έπαιρναν στα γήπεδα τα έφερναν για φτιάξιμο), τους ενισχυτές, τα πικάπ…
Ήδη ο θείος μου είχε αρραβωνιαστεί, συζούσε με την αρραβωνιάρα και μου είχε αφήσει σπίτι ένα πικάπ αρχαίο, κεραμικό απ’ ότι έμαθα μετά και τους κάτωθι δίσκους:
- Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη (Με αφιέρωση της αρραβωνιάρας)
- Michael Jackson – Thriller (Με μία λακκούβα στην εισαγωγή του Beat it)
- Πόλυς Κερμανίδης (Δεν θυμάμαι τίτλο)
- Ρίτα Σακελλαρίου – Ιστορία μου
- Imagination – In the heat of the night
- Καζαντζίδης - Υπάρχω
Αν και μου είχε απαγορεύσει να το χρησιμοποιώ, αυτούς τους δίσκους τους άκουσα άπειρες φορές, χωρίς ενισχυτή φυσικά, στην απόλυτη ησυχία μόνο και μόνο ακουμπώντας τη βελόνα επάνω. Ναι, κι όμως ακουγόταν. Σαν το pstn μόντεμ μία δεκαετία αργότερα που το σκεπάζαμε με το μαξιλάρι για να μην ακούγεται το βράδυ και καρφωνόμαστε.
Τα μαθηματικά τα έδωσα και τα πέρασα αλλά σταμάτησα στην πρώτη λυκείου για λόγους που δεν είναι του παρόντος και έπιασα δουλειά σε μηχανουργείο στα 15 μου. Μου χάρισαν ένα πικάπ με ζελοτέϊπ στον βραχίονα γιατί είχε σπάσει, πήρα έναν ενισχυτή και δύο ηχεία μικρά με γραμμάτια και ξεκίνησα να αγοράζω δίσκους. Ωραία εποχή τα γραμμάτια, κι ένα παπάκι που πήρα με γραμμάτια το πήρα τότε, GLX 50αρι κόκκινο, μεγάλες στιγμές.

Δε θυμάμαι πως βρέθηκε στα χέρια μου κι ένα μικτάκι με δύο εισόδους, δύο volume κι ένα fader. Έστησα τα δύο πικάπ (τελείως ανόμοια μεταξύ τους) και ενθουσιάστηκα που πριν τελειώσει ένα τραγούδι μπορούσα να βάλω το επόμενο να παίζουν ταυτόχρονα. Άλλαζα και το ζελοτέϊπ ανά μισάωρο γιατί έπεφτε ο βραχίονας. Είχαμε κάνει κάποια πειράματα πιτσιρικάδες με κάτι κασσετοφωνάκια και κάτι αποσπώμενα ηχεία με κάτι RCA με πέντε μονωτικές ενωμένα αλλά αυτό ήταν άλλο πράγμα, ήταν η πρώτη μου κονσόλα.
Με αυτά και με τ’ άλλα βρέθηκα στα 16 μου με παπάκι χωρίς δίπλωμα και με μία μίνι κονσόλα όλη δικιά μου. Εποχή των πάρτυ. Γιόρταζες? Πάρτυ. Είχες γενέθλια? Πάρτυ. Τελείωνε το σχολείο? Άρχιζε? Έμεινες από απουσίες? Πάρτυ. Σιγά σιγά ξεκίνησα να κουβαλάω τα συμπράγκαλα με το παπάκι, έφερναν και δίσκους όλοι και παρτάραμε λες κι είμασταν σε καμμία ντισκοτέκ ξέρω ‘γω. Για ποιότητα ήχου δεν το συζητάμε φυσικά, αρκεί που βάζαμε ότι θέλαμε και χορεύαμε. Φυσικά το κεφάλαιο πάρτυ στην δεκαετία του ’80 χρειάζεται πολλά άρθρα για να αναλυθεί πολιτισμικά, ίσως και θεσμικά από το βρωμόξυλο που έπεφτε αλλά κι αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Με γραμμάτια πάλι πήρα ένα μικτάκι της προκοπής και δύο πικάπ Kumho αγνώστης προελεύσεως αλλά στα μάτια μου ήταν μία πλήρης επαγγελματική κονσόλα. Κύρος. Ότι λεφτά μου έδιναν στα πάρτυ τα έκανα δίσκους και βελόνες, από τότε γνωριστήκαμε με τον Γιαννακόπουλο τον Θωμά στον Πειραιά στην Κολωκοτρώνη, μία σχέση που έχουμε μετά από 30 σχεδόν χρόνια. Πήρα και ένα ζευγάρι ηχεία JVC SPX-770 μετρητοίς (φυσικά τους έκαψα τα tweeter στο πρώτο πάρτυ από τις παραμορφώσεις κι έκτοτε άλλαζα κόρνες γιατί ήταν φτηνές).

Αυτό κράτησε κανα – δυό χρόνια, τα Kumho διαλύσανε, μάζεψα λεφτά και αγόρασα δύο Technics SLBD 22, με στροβοσκόπιο μεν αλλά χωρίς «φρένο». Τα έλυσα (καινούρια), πήγα τα πλαστικά σε φαναρτζίδικο και μου τα έβαψαν μαύρο μεταλλικό, που γυάλιζε το αλουμίνιο μέσα όταν έπεφτε το φως. Τα τρύπησα, πέρασα και διακοπτάκια που κόβαν το ρεύμα στο μοτέρ και έτοιμο και το φρένο. Πήρα κι έναν ολοκληρωμένο Sony. Πάρα πολύ μεγάλες στιγμές…
Αν και πιτσιρικάς είχα τη μούρλα με τα beat τότε, τα μέτραγα με ρολόι και τα έγραφα στο οπισθόφυλλο. Οχτάδες, δεκαεξάδες, κοψίματα, εισαγωγές, το ναϊ ναϊ ναϊ των Ζιγκ Ζαγκ ας πούμε το έπαιζα με τα beat του back to life, ίδια ήταν. Παροξυσμός.
Φυσικό επακόλουθο, έπιασα δουλειά σε νυχτερινά μαγαζιά σαν δεύτερη δουλειά. Γνώσεις πολλές μουσικής δεν είχα, είχα όμως καλή αντίληψη του κόσμου, λίγο πολύ έπαιζα ότι ακουγόταν, δεν υπήρχαν πολλές απαιτήσεις. Μία χαρά τα πήγα. Ξεκίνησα στην Act One στην Καστέλλα, στον Πήγασο στην Βόρεια Εύβοια , κλασσική ντισκοτέκ με 2.500 κόσμο (μία σαιζόν), πήγα φαντάρος, απολύθηκα, συνέχισα στη Βαβέλ στην Αγία Σοφιά, κλασσικό ροκάδικο, V-Cello στα Καμίνια, ένα στριπτιτζάδικο στη Βουλιαγμένης κι ένα κωλόμπαρο στον Πειραιά. Έκανα και κάτι περάσματα από το μαγαζί των Κατσιμιχαίων στην παραλιακή και από το Πατατράκ στο Περιστέρι αλλά δεν μετράνε.

Κάποια στιγμή μεγάλωσα για να κάνω δύο δουλειές, αρραβωνιάστηκα την πρώτη φορά μου και λούφαξα, αγόρασα δύο Lenco απομίμηση MKII (266.000 χιλ. δρχ. έκαστο)και έστησα την κονσόλα σπίτι που πια είχε τα Lenco, έναν 6κάναλο μίκτη, 2 cd player απλά, καμμιά εξακοσαριά βινύλια και καμμιά διακοσαριά cd. Με την μουσική δεν σταμάτησα να ασχολούμαι ποτέ, η μουσική δεν τελειώνει.
Στα 30 μου έφυγα από το σπίτι, τα σκόρπισα όλα. Τα βινύλια και τα cd τα χάρισα καθώς και το ένα Lenco, το άλλο ξεχάστηκε σε ένα πατάρι και το πέταξε η πεθερά μου. Μετά από 15 χρόνια επισκεύασα τον ενισχυτή που είχε κάψει πλακέτα, του άλλαξα και ένα κουμπί που είχε σπάσει, δεν βρήκα το ίδιο φυσικά αλλά ποιος γαμεί. Έχω τις καμπίνες σε φίλο ξυλουργό να κλείσει τρύπες, να βάλω γωνίες, έχω βρει tweeter και midranges, άλλης μάρκας φυσικά, ξέθαψα κι ένα Fostex Εγγλέζικο Equalizer από το πατάρι, θα πάρω κι ένα πικάπ (δε με ενδιαφέρει τι ακριβώς) και θα φτιάξω πάλι τη μικρή μου, πια, κονσολίτσα.

Στα 45 μου με δύο παιδιά θεωρώ μεγάλη πολυτέλεια και χάρη προς τον εαυτό μου να ανέβω όπως πριν 30 χρόνια μοναστηράκι, καφέ, seven plus seven με τις παράξενες μυρωδιές τότε, λίγο απέναντι στο σπίτι που κάθε δωμάτιο ήταν κι άλλο δισκάδικο, μπύρες από το περίπτερο στην πλατεία και τον ηλεκτρικό για σπίτι με τους δίσκους αγκαλιά. Αυτή είναι η δικιά μου σχέση με την μουσική, φυσικά δεν θέλω να υποτιμήσω ή να προσβάλω τους ανθρώπους που το έχουν κάνει επιστήμη και έχουν τις γνώσεις, το κουράγιο και τα λεφτά που δεν υπάρχουν πια να στήνουν high end μηχανήματα. Υπήρχαμε κι εμείς, οι «ερασιτέχνες» που ποτέ δεν είχαμε ακριβά μηχανήματα αλλά είχαμε κι ακόμα έχουμε μία απέραντη αγάπη για την μουσική.
Και το να ακούς μουσική είναι τέχνη, έχει πει ο Αλκίνοος. Κυριακή μεσημέρι θέλω να γυρίσω σπίτι με το τραίνο, να βάλω το Shades του J.J., ένα μεγάλο ποτήρι κρασί, να σβήσω τα φώτα στο σαλόνι και να κοιτάω τον δίσκο που γυρνάει. Θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος εκείνο το μεσημέρι. Καλές ακροάσεις σε όλους, μην ξεχνάτε ότι μουσική είναι μερικές φορές το κενό ανάμεσα στις νότες αν μπορείς να το αντιληφθείς…

Dj Costas, κείμενο αφιερωμένο στην σελίδα
Πικάπ, κεφαλές, βελόνες και ανταλλακτικά πικάπBy artistas