Τα Καμίνια είναι η γειτονιά του Πειραιά που απλώνεται δυτικά του Κηφισού και βορείως της λεωφόρου Πειραιώς. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα ορμητικά νερά του ποταμού πολλές φορές πλημμύριζαν την περιοχή προκαλώντας υλικές ζημιές και ανθρώπινα θύματα.
Η εφιαλτική όμως λάσπη του χειμώνα, το καλοκαίρι μετατρέπονταν σε ένα πηλώδες έδαφος, μια άφθονη και δωρεάν πρώτη ύλη για την κατασκευή τούβλων και κεραμιδιών. Έτσι πολλοί κεραμοποιοί, προερχόμενοι κυρίως από τις Κυκλάδες, άνοιγαν εκατοντάδες λάκους στη γη και κατασκεύαζαν καμίνια, όπου έψηναν τα προϊόντα τους. Απ’ αυτά τα υποτυπώδη κεραμουργεία πήρε την ονομασία της ολόκληρη η περιοχή.
Στα Καμίνια βρισκόταν ο Τσικλέας, ένας από τους ποιο αυθεντικούς ταβερνιάρηδες του Πειραιά. Το παράδοξο είναι ότι ενώ φοβόταν ότι θα πάει από καρδιά, από τριγλυκερίδια, χοληστερίνη και τα τοιαύτα, και ενώ έκανε απεγνωσμένες δίαιτες, πήγε τελείως άδοξα από αυτοκινητικό. Δίαιτες που ξεκινούσαν με γεύματα αποτελούμενα από δυο κιλά λαυράκι, ένα κιλό μπαρμπουνάκια, μια μεγάλη λεκάνη σαλάτα, και κατέληγαν σε ένα ταψί κριθαράκι με κεφαλάκια αρνιού. Δώδεκα ώρες να τρως διαιτητικά δεν ήταν δα και μικρό πράγμα.
Μια άλλη ιστορία του καλοκάγαθου ταβερνιάρη διηγείται ο φίλος του Αντρέας Μποζαρέλος, σπουδαίος ιστιοπλόος αλλά και εξίσου σπουδαίος γλεντζές και καλοφαγάς. « Ο Τσικλέας αγαπούσε πολύ το ποδόσφαιρο και έτρεχε όπου έπαιζε ο Ατρόμητος Πειραιώς, στα δε εκτός έδρας παιχνίδια ήταν ο πρώτος οπαδός και συνοδός της ομάδας. Μια φάση, η ομάδα έχει κερδίσει σε μια πόλη εκτός, κάπου προς τη Λαμία, και για να γιορτάσει τα επινίκια σε μια ταβέρνα στη Λειβαδιά παραγγέλνει μεταξύ άλλων και ένα αρνάκι στη σούβλα.
Ο Τσικλέας έφθασε πρώτος, το πούλμαν της ομάδας καθυστερούσε, κι αυτός παραγγέλνει μια μπύρα και ένα μπουτάκι από το αρνάκι. Το κρέας ήταν φαίνεται νοστιμότατο, η μπύρα δροσερή, και η παρέα αργούσε. Ο Τσικλέας παραγγέλνει ακόμα ένα μεζεδάκι για να περάσει η ώρα. Το πούλμαν έφθασε με μιάμιση ώρα καθυστέρηση, και τον βρήκαν να ‘ χει καταβροχθίσει όλο το αρνάκι και να έχει πιεί 48 μπύρες. Ε! Τι να κάνω, ρε παλληκάρια, αργήσατε!»
Ο κυρ-Μπάμπης, ένας πανύψηλος καλοκάγαθος και πληθωρικός γίγαντας 160 κιλών, ήταν εξαιρετικός μάγειρας. Παρόλο που η γυναίκα του η κυρά-Μπήλιω τον βοηθούσε στην κουζίνα, οι σπεσιαλιτέ του καταστήματος ήταν δικές του. Τα αμελέτητα και οι γεμιστές σπλήνες με σκόρδο και σπανάκι – ασύλληπτής ομορφιάς μεζές – ήταν προσωπικές του δημιουργίες. Κάθε βράδυ, αφού σέρβιρε, έπαιζε και καλαμπούριζε με τους πελάτες του, εκεί πριν τα μεσάνυχτα έπιανε το τραγούδι.
Πολύ καλός κιθαρωδός και τραγουδιστής ο Τσικλέας, με τις καντάδες και τα αρχοντορεμπέτικα του, ξεσήκωνε τους θαμώνες της ταβέρνας του, όπως ξεσήκωσε πριν πολλά χρόνια και τα μυαλά της Μπήλιως, της γυναίκας που θα τον συντρόφευε στη ζωή και θα του χάριζε δύο αγόρια. Ο ένας μάλιστα έγινε μαέστρος μουσικής.
Παρ’ ότι η ταβέρνα ήταν οικογενειακή, πολλές φορές μετά τις ένδεκα το βράδυ στο μαγαζί έρχονταν άντρες της γειτονιάς που αφού κοίμιζαν τις γυναίκες τους, ξεμυτούσαν, έπαιρναν τα όργανα τους, κιθάρες, σαξόφωνα, μπουζουκάκια, κι έρχονταν να συνοδέψουν τον Τσικλέα στα νυχτοπερπατήματα του.
Την ατμόσφαιρα αυτή είχαν εκτιμήσει πάρα πολλοί καλλιτέχνες του θεάτρου και του τραγουδιού που επισκεπτόταν τις νυχτερινές ώρες την ταβέρνα. Έτσι το πατρογονικό καφενεδάκι των Καμινίων που σέρβιρε καφέδες και μερικούς μεζέδες απέναντι από του Τηγανέλο (ένα άλλο καπηλειό, γνωστό για το ασυναγώνιστο τηγάνι του) εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο περιζήτητα στέκια του Πειραιά.
Ο Τσικλέας έφυγε ξαφνικά από τη ζωή, στην δεκαετία του 1990, νεότατος – δεν ήταν ούτε 65 ετών- , αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό στους φίλους και γνωστούς του.
Κείμενο Γιώργος Πίττας
Φωτογράφηση Τάκης Ραϊδάκης Ιανουάριος 1992
Απόσπασμα από το βιβλίο του γιώργου Πίττα "Η Αθηναϊκή ταβέρνα"
Εκδόσεις "ΙΝΔΙΚΤΟΣ"