Καθισμένη στο κατάστρωμα, ήξερα ακριβώς τι είχα αφήσει πίσω μου. Μια ζωή. Ολόκληρη. Λάθος, δ ύ ο ζωές. Και ήξερα ακριβώς και τι θα αντιμετώπιζα αν άνοιγα το κινητό μου. Πρώτα απ’ όλα και από όλους, τη μαμά μου… Δεκάδες κλήσεις, και μόλις ένα μήνυμα. Ηχητικό.
«Ξέρεις τι έκανες;»
Ο μπαμπάς, ούτε που θα σήκωνε το τηλέφωνο για να με πάρει. Δεν θα ήξερε τι να μου πει. Θα καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι παριστάνοντας ότι παρακολουθεί τηλεόραση και θα ρώταγε… «Μίλησες μαζί της;» Μέσα του ήξερε. Είμαι σίγουρη πως είχε καταλάβει.
Ίσως πριν ακόμη καταλάβω εγώ.
Κι εκείνος; Εκείνος δεν θα σηκώσει ποτέ το τηλέφωνο. Να μου πει τι; Και τι να του απαντήσω εγώ… μήπως ξέρω;
Κατεβαίνω στην Κρήτη, αισθάνομαι πως μόνο σε ένα μέρος θα μπορέσω να βάλω τις σκέψεις μου σε μία σειρά. Στην Σητεία. Γιατί εκεί; Εκεί μεγάλωσα και παρότι πάνε είκοσι δύο χρόνια από την τελευταία μου επίσκεψη, νιώθω πως στο μέρος όπου έζησα σαν παιδί ίσως καταφέρω να ακούσω την φωνή μέσα μου. Να αγναντεύω την θάλασσα, χωρίς να με ενοχλεί κανείς. Άλλωστε, ποιος θα με αναγνωρίσει; Τόσα χρόνια στην περιπλάνηση, χάθηκα από όλους. Ακόμη και η Μαρία ή το γλυκό μου Λιτσάκι που με βρήκαν στο facebook πριν μερικά χρόνια, δεν με είδαν ποτέ από κοντά. Σκόρπιες φωτογραφίες μόνο. Όπως σκόρπια ήταν και η ζωή μου όλα αυτά τα χρόνια.
Παιδί στρατιωτικού. Μια ζωή μεταθέσεις και μετακομίσεις. Μετά σπουδές και αμέσως μετά αναζήτηση δουλειάς. Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια… Φιλόλογος, αναπληρώτρια Ειδικής Αγωγής και κυριολεκτικά; Όπου γης και πατρίς.
Στην αρχή συνειδητά. Ήθελα να γυρίζω, κάθε χρόνο να γνωρίζω και άλλο τόπο. Τώρα πια, αναγκαστικά. Κοντεύω τα σαράντα και είμαι ακόμη αναπληρώτρια… Αν θέλω να δουλεύω κάθε χρόνο, πρέπει να κάνω υποχωρήσεις. Και κάθε καλοκαίρι να γυρίζω στο πατρικό μου, μέχρι την επόμενη σχολική χρονιά, ΑΝ θα με πάρουν και ΟΠΟΥ με πάνε…
Κοντεύω τα σαράντα και ακόμη δεν έχω ριζώσει σε έναν τόπο. Μπορεί να φταίω κι εγώ τελικά.
Σε μία τοποθέτησή μου στο Ειδικό Σχολείο του Άργους πριν τέσσερα χρόνια γνώρισα και την Βένια. Την υπέροχη μαμά του Γιάννη. Το απόλυτο κορίτσι του Αργολικού κάμπου. Γελούσε και έμοιαζε με ανθισμένο μπαξέ! Γελούσε ο μικρός Γιάννης και μύριζε ανθισμένη πορτοκαλιά ο τόπος!
Από την εμπειρία μου με παιδιά με σύνδρομο Down, ήξερα πως ήθελε τον χρόνο του, να με γνωρίσει, να με συνηθίσει, να με εμπιστευθεί και τελικά ίσως και να με αγαπήσει. Με τον Γιάννη πήγαμε κατευθείαν την σχέση μας στο τελικό στάδιο: να με αγαπήσει. Και να τον λατρέψω. Ένα ιδιαίτερα χαρισματικό παιδί, που μου έκανε τις πιο ζεστές αγκαλιές που μου έχει δώσει ποτέ κανείς.
Σαν να γνώριζε, πως εγώ την είχα πιο μεγάλη ανάγκη!
Παράδοση άνευ όρων…
Περάσαμε έναν μαγικό χρόνο. Η Βένια με τον μικρό Γιαννάκη κι εγώ! Βρίσκαμε σαν δικαιολογία ότι αρέσει στο παιδί η θάλασσα και κάθε μέρα ήμασταν στο Ναύπλιο. Πότε βόλτα με το τουριστικό τρενάκι, πότε με την άμαξα και το αλογάκι. Με τις ώρες στο αρχαιολογικό μουσείο, στο πολεμικό και στην μεγάλη μας αγάπη, το ΠΛΙ (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα).
Σιγά σιγά, ο Γιάννης άρχισε να με εμπιστεύεται όλο και περισσότερο. Και να φωλιάζει με τις ώρες στην αγκαλιά μου. Και να λέμε ιστορίες με μεγάλα ζώα που τόσο τον εντυπωσίαζαν!
Δεν άργησα να προτείνω στην Βένια να τον κρατάω εγώ τις ώρες που δούλευε ώστε να κάνουμε λογοθεραπεία και τα απογεύματα. Ήταν σαν να της έκανα το μεγαλύτερο δώρο… Κανείς δεν την είχε βοηθήσει. Μόνο εμπόδια της πρόβαλαν, βοήθεια καμιά.
Αρχής γενομένης από τον πατέρα του μικρού… Έφυγε πριν ακόμη γεννηθεί το παιδί. Άκουσε πως το σύνδρομο Down προέρχεται κατά 90-95% από το ωάριο και 5-10% από το σπερματοζωάριο και αποφάσισε πως αφού είναι δικό της, το «πρόβλημα» καλό θα ήταν να τα βγάλει πέρα και μόνη της… Γιαγιάδες, παππούδες και λοιποί συγγενείς, συστρατεύτηκαν όχι για να την βοηθήσουν αλλά για να την νουθετήσουν: αφού δεν μπορεί να το ρίξει, ας το γεννήσει και να το αφήσει αμέσως μετά σε ένα άσυλο. Θα είναι καλύτερα για όλους. Τους άλλους. Έτσι, η Βένια, πήρε την κοιλίτσα της και έφυγε. Κατέφυγε στο Άργος, βρήκε μία δουλειά, αργότερα και δεύτερη στο σπίτι, κι έφερε στον κόσμο το αστεράκι της!
Εκείνη τη χρονιά δεν πήγα να περάσω τις γιορτές των Χριστουγέννων με την οικογένειά μου, έμεινα στο Άργος.
Νόμιζαν πως είχα γκόμενο, δεν είπαν τίποτα. Κοντά τριάντα πέντε, τι περίμενα, έπρεπε και να παντρευτώ… Λες να ήρθε επιτέλους η ( ; ) τυφλοβδομάδα;
Το Πάσχα πλησίαζε και πρότεινα στο Βενάκι μου, να πάμε όλοι μαζί να ψήσουμε αρνί στους γονείς μου! Μεγάλο σπίτι είχαν, θα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή και για την μικρό. Ενημέρωσα και τους γονείς μου ότι θα πάω με μια φίλη και το παιδί της και ξεκινήσαμε για το μεγάλο ταξίδι…
Μεγάλο ταξίδι είπα; Μέγα λάθος, θα ήταν το πιο σωστό. Τραγικό.
Δεν έχω ντραπεί άλλη φορά για την οικογένειά μου. Όχι γιατί έφεραν την φίλη μου σε δύσκολη θέση, ούτε γιατί πλήγωσαν το κοτοπουλάκι μου (αγαπημένο υποκοριστικό του Γιάννη), αλλά γιατί πλήγωσαν εμένα. Δεν εμπιστεύθηκαν την κρίση μου. Δεν σεβάστηκαν την φιλία μου με αυτό το κορίτσι. Την ανιδιοτελή αγάπη και τον σεβασμό που μας ένωνε. Και την κοινή μας λατρεία προς αυτό το αγγελούδι!
«Δεν μας πέφτει λόγος, αλλά πρόσεχε μήπως σε εκμεταλλεύεται! Τσάμπα baby sitting και λογοθεραπεύτρια μαζί! Τι άλλο να ζητήσει, την τύχη της έκανε! Αντί να κοιτάξεις να φτιάξεις τη ζωή σου, πας και περνάς τον χρόνο σου με ένα καθυστερημένο!…»
Και τι δεν άκουσα τρεις μέρες που κάτσαμε… Και πάντα στα κρυφά, μεταξύ κουζίνας και μπάνιου, μην μας ακούσει και το κορίτσι, τι γνώμη θα σχηματίσει για την οικογένειά μας…
Αν ήξεραν… αν μόνο ήξεραν, με τι σεβασμό και αγάπη μιλούσε η Βένια στο ταξίδι της επιστροφής γι’ αυτούς…
Πόσο λάθος είχαν κάνει!
Το καλοκαίρι ξενοίκιασα το σπίτι μου και μείναμε μαζί. Καλύτερα σε έναν καναπέ, παρά στους δικούς μου πάλι… Έτσι κι αλλιώς, περίμενα την νέα μου τοποθέτηση από φθινόπωρο. Δυστυχώς άλλαξαν οι ανάγκες του σχολείου. Από εξαθέσιο, έγινε τριθέσιο και εγώ σαν αναπληρώτρια περίσσευα…
Αν και μου πρότεινε η Βένια να με φιλοξενήσει κι άλλο, ήξερα πως έπρεπε να φύγω. Να μην κάνω κατάχρηση της καλοσύνης της. Με κάλεσαν στο δημοτικό σχολείο της Κορίνθου τον Νοέμβριο και έπρεπε να φύγω με συνοπτικές διαδικασίες! Επώδυνος ο αποχωρισμός για τον μικρό… Χρειαζόταν πάλι τον χρόνο του για να συνηθίσει στα νέα δεδομένα.
Τα επόμενα τρία χρόνια τα περάσαμε με άπειρα μηνύματα στο Viber, συνομιλίες με τον Γιάννη στο Skype και ταξίδια, πότε στο Άργος και πότε όπου βρισκόμουν εγώ. Πάντα ρωτάγαμε η μία για το αν παίζει κάτι στη ζωή της άλλης. Για να παίρνω πάντα την ίδια απάντηση «εγώ είμαι ταγμένη στον γιο μου, εσύ κοίτα να βρεις κάποιον, είσαι τόσο ζεστός και τρυφερός άνθρωπος, είναι κρίμα να μην μοιράζεσαι την θετική σου αύρα με κάποιον».
Πρόσφατα έκανα και μία σχέση. Δεν μιλάμε για κανέναν έρωτα τρελό, αλλά για μια τρυφερή σχέση που όλα έδειχναν πως θα εξελισσόταν σε κάτι πιο μόνιμο. Στο χέρι μου ήταν. Άλλωστε… πως μου το είχε πει, να δεις…. Α, ναι! «Το που θα πάει το ταξίδι μας, το αφήνω σε σένα. Εγώ θα σε ακολουθώ, για όσο θες».
Πόσο απελευθερωμένη ένιωθα από στερεότυπα και σχέσεις ασφυκτικές. Ήμουν τόσο κοντά στο να αράξω επιτέλους…
Μέχρι προχθές.
Που έφυγε η Βένια. Αφήνοντας ένα παιδί, που ένιωθα και δικό μου, μόνο του. Και μια διαθήκη, που ανέφερε πως αν ποτέ πάθει κάτι, θα ήθελε να πάρω εγώ την κηδεμονία του Γιάννη. Την πρόδωσε η καρδιά της, που δεν άντεξε όλη της, την αγάπη για το αστεράκι της. Και ήταν σαν να σκόρπισε η δική μου η ζωή στους πέντε ανέμους.
Είμαι στην Σητεία πέντε μέρες.
Προσπαθώ απεγνωσμένα να βάλω όλα τα νέα δεδομένα σε μία σειρά.
Τον Γιάννη. Εμένα. Έναν σύντροφο. Την θάλασσα που μοιάζει να γαληνεύει τα πάντα μέσα μου. Την οικογένειά μου. Τις προσδοκίες για το μέλλον μου. Κι έκανα λάθος. Μόνο ένα ήταν το μήνυμα στο κινητό μου. Από τον μπαμπά μου. Μετά σιγή ασυρμάτου.
«Κάνε αυτό που σου πρέπει».
Έχουν περάσει τρεις μήνες και ρεμβάζω τα κύματα να σκάνε στην Καραβόπετρα, ενώ κρατάω το μικρό κοτοπουλάκι μου αγκαλιά. Νομικά, έχω αναλάβει την επιτροπεία του ανήλικου Γιάννη. Ουσιαστικά …μαθαίνω να είμαι η μαμά του. Και δείχνω τον τρόπο στον σύντροφό μου, να γίνει φίλος του.
Γιατί το κοινό μας ταξίδι, μας έβγαλε στην Σητεία...
Γιώτα Φωτάκου