Ο «κουρσάρος» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου περιλαμβάνεται στον δίσκο «Φοβάμαι», που κυκλοφόρησε το 1982. Ο Λάκης Παπαδόπουλος, Αποστόλης το όνομά του κανονικά, για το κέφι αλλά και την εφορία στα νιάτα του το άλλαξε σε «Λάκης Με Τα Ψηλά Ρεβέρ». Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, τραγουδοποιός των πιο ετερόκλητων και δημοφιλών τραγουδιών, έχει ταυτιστεί με το ελληνικό ροκ, αν και ο ίδιος δηλώνει οπαδός του rock ‘n’ roll.
Είναι το πρόσωπο που έγραψε τον «Κουρσάρο» σε στίχους Παύλου Μάτεσι, το τραγούδι που άλλαξε την καριέρα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου καθιερώνοντάς τον από εκφραστή του πολιτικού τραγουδιού σε αμετανόητο ροκά.
Ο «Κουρσάρος» γράφτηκε κατά παραγγελία. Ήταν το 1982. Ο αδερφός του Λάκη Παπαδόπουλου ήταν φίλος με τον Παύλο Μάτεσι. Του είπε: «Γράψε κάτι για μηχανή για τον αδερφό μου» και έτσι το δέσανε.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στο στούντιο PDR με παραγωγό τον Αχιλλέα Θεοφίλου. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το τραγούδησε με πάθος και βαθιά συγκίνηση. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν οι Κώστας Γανωσέλης (synthesizer, πιάνο, φωνητικά), Μπάμπης Λασκαράκης (κιθάρες), Γιώργος Ζηκογιάννης (μπάσο), Ντίνος Δεσποτίδης (τσέλο), Τάκης Μαρινάκης (κρουστά), Γιώργος Τσουπάκης (drums), Γιάννης Ελεφάντης (τρομπόνι), Γεράσιμος Ιωαννίδης (τρομπέτα) και Παντελής Δεσποτίδης (βιολί). Ενορχήστρωση, διεύθυνση ορχήστρας: Κώστας Γανωσέλης.
Απόσμασμα από συνένευξη του Βασίλη Παπακωνσταντίνου Πριν να βγει ο δίσκος, είχαν έρθει να τραβήξουν παράσταση στο Αχ Μαρία οι τότε Ρεπόρτερ, ο Λιάνης, ο Δημαράς και ο Χαρδαβέλλας. Μου ζήτησαν λοιπόν ένα τραγούδι για τους μηχανόβιους. Εγώ είχα ήδη τον «Κουρσάρο» σε μουσική Λάκη Παπαδόπουλου και στίχους Παύλου Μάτεσι. Τους το δίνω από ντέμο για το άλμπουμ, το μεταδίδουν και γίνεται χαμός κυριολεκτικά! Βγαίνει ο δίσκος μετά από μια βδομάδα και αρχίζουν βροχή οι παραγγελίες από τα δισκάδικα: Ανά 7 μέρες τριπλασιάζονταν! Αποτέλεσμα; Το «Φοβάμαι» έγινε πλατινένιο μέσα σε 20 μέρες, πάνω από 100.000 πωλήσεις! Ήταν η πρώτη αντιπαράθεση στο μπουζούκι. Θυμάμαι ότι, εκείνη τη χρονιά, ο «Κουρσάρος» ανταγωνιζόταν ως… σουξέ το «Σ’ Αγαπάω Μ’ Ακούς;». (…)
Είμαι ένας ερμηνευτής ο οποίος, κάποια στιγμή, επωμίστηκε το βάρος να βγάλει πέρα, μέσα από τα τραγούδια του, όλα τα βάσανα του περιθωρίου. Για καθέναν που διαθέτει στοιχειώδες φιλότιμο, αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να τραγουδηθούν χωρίς να περάσουν μέσα του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσει να με πιάνει μελαγχολία, να αντιμετωπίζω δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις… Άρχισα δηλαδή να ταυτίζομαι με τις συνθήκες και τα πρόσωπα που έχω τραγουδήσει. Αυτό όμως είναι απάνθρωπο. Δεν μπορείς να ζεις σαν να είσαι ο «Κουρσάρος». Θα είχα πεθάνει αν ήμουν ο «Κουρσάρος». Δεν μπορείς να είσαι ο ήρωας του τραγουδιού.
Εννοείται φυσικά πως και για αυτό το τραγούδι κυκλοφορούσε μια θεωρία που έλεγε πως γράφτηκε για κάποιον αδερφό που έχασε ο Βασιλης Παπακωνσταντίνου σε ατύχημα με μηχανή, θεωρία η οποία όμως δεν μπορούμε να πούμε πως ευσταθεί...
Στην άσφαλτο κουρσάρος με καράβι τη μοτοσυκλέτα, παντιέρα το μπουφάν το πλαστικό. Στα 18 σου έσπασες τα φρένα, ταξιδεύεις για ταξίδια άλλα.
Κυκλοφοράς μονάχα φτιαγμένος, ο κόσμος όλος χίλια κυβικά. Είσαι αγριεμένος, είσαι κουρασμένος, έχεις τη ζωή στη σέλα σου γραμμένη. Για κάποιο φόνο είσαι γεννημένος.
Από παρέες τριγυρισμένος, δε τους φοβάσαι, δε σ' αγαπούν. Και η ζωή να περνάει λαθραία, μα εσύ φοβάσαι, φοβάσαι να κοιμηθείς και το ταξίδι ξαναρχίζεις.
Το δάχτυλο στο φρένο κοκαλωμένο, μια στάλα αίμα στο μπουφάν σου, πλάι στα χίλια, στα χίλια κυβικά σου, πλάι στα χίλια κυβικά σου.
Μονάχος χάραμα, χάραμα στη λεωφόρο και περιμένεις ασθενοφόρο από τις τρεις και δέκα σκοτωμένος.