Αυτό το στυλό δεν είναι δικό μου. Δεν θα μπορούσε να είναι. Βλέπετε την ημερομηνία στο πάνω μέρος της φωτογραφίας; “Σχολικόν Ενθύμιον, Έτος 1966-1967”. Εκείνη την εποχή, για τις περισσότερες οικογένειες και για την δική μου, αυτό το σχετικά απλό, για τα σημερινά δεδομένα στυλό, κόστιζε όσο αξίζει σήμερα μια πένα Montblanc Meisterstuck Classique.
Συγκεκριμένη ημερομηνία δεν αναγράφεται αλλά είναι μάλλον άνοιξη ή φθινόπωρο (την δεκαετία του εξήντα υπήρχαν ακόμη αυτές οι εποχές – σήμερα έχει μείνει μόνο το όνομά τους). Σίγουρα δεν είναι χειμώνας. Από πού αυτή η βεβαιότητα; θα μου πείτε. Από το γεγονός ότι δεν φοράς τίποτε πάνω από τη σχολική ποδιά; Η φωτογραφία είναι ολοφάνερο ότι έχει τραβηχτεί μέσα στο σχολείο, όχι έξω από αυτό.
Είσαι καθισμένος σε κάτι σαν θρανίο και πίσω υπάρχει κρεμασμένος ένας χάρτης. Κρεμασμένος σε κάποιο τοίχο, προφανώς. Από που λοιπόν προκύπτει η βεβαιότητα ότι δεν είναι χειμώνας; Και, τέλος πάντων, γιατί να μας ενδιαφέρει ποια εποχή του χρόνου τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία, αν υποθέσουμε βέβαια ότι υπάρχει κάποιος λόγος να μας απασχολεί ακόμη και η ίδια η φωτογραφία αυτή καθ’ εαυτή, η οποία είναι μία μάλλον κοινότοπη φωτογραφία ενός μικρού αγοριού από μια περασμένη δεκαετία που το μόνο ενδιαφέρον που ίσως παρουσιάζει είναι ότι το αγόρι είναι κουρεμένο «γουλί» και, παρ’ ότι είναι αγόρι, φοράει αυτή την κοριτσίστικη σχολική ποδιά. Με λίγα λόγια, γιατί περιμένεις να μπούμε στον κόπο να ασχοληθούμε με τη φωτογραφία αυτή και πολύ περισσότερο με το ποια εποχή του χρόνου τραβήχτηκε;
Εσείς καλά τα λέτε αλλά να μου επιτρέψετε να σας επισημάνω ότι είναι πιθανόν ότι , όπως εγώ πολλές φορές, έτσι κι εσείς, πέφτετε σε αυτή τη λούμπα των μοντέρνων καιρών που ζούμε, που χαρακτηρίζεται από σκέψεις του τύπου: «Ολόκληρο σεντόνι πήγε κι έγραψε ο άνθρωπος, ποιος περιμένει να το διαβάσει;», «Μεγάλη η χάρη του που διάβασα έστω και τις πρώτες δέκα γραμμές», «Άλλη δουλειά δεν έχει να κάνει;», «Συνταξιούχος είναι ο τύπος και έχει χρόνο να γράφει όλα αυτά τα κατεβατά;» και πάει λέγοντας.
Για να μην χάσω λοιπόν όσους λίγους εξακολουθούν να διαβάζουν, ας περάσω στην εξιστόρηση των όσων δεν φαίνονται σ’ αυτή τη φωτογραφία διότι κατά τη γνώμη μου στη ζωή έχει αξία ότι κρύβεται και υπάρχει κάτω από την επιφάνεια: των γεγονότων, των πραγμάτων, των ανθρώπων, των εικόνων, κυρίως των εικόνων διότι μέσω αυτών ως γνωστόν γίνεται η παραποίηση όχι μόνο της Ιστορίας αλλά και της ίδιας της τρέχουσας ζωής.
Πάμε λοιπόν στα όσα δεν φαίνονται σε αυτή τη φωτογραφία. Κατ’ αρχάς δεν φαίνεται η μητέρα μου. Θα μου πείτε, φυσικά και δεν φαίνεται, κανείς δεν θα της επέτρεπε να ποζάρει δίπλα σου σε φωτογράφηση που πραγματοποιείται μέσα στο σχολείο.
Και πάλι σωστά τα λέτε. Αλλά, θα συμφωνήσετε υποθέτω, ότι γενικότερα, δεν επιτρέπεται στους γονείς να βρίσκονται μέσα στα σχολεία (αν εξαιρέσουμε βέβαια τις εθνικές επετείους και τις εκδηλώσεις για το τέλος της σχολικής χρονιάς). Η μητέρα μου όμως είχε καταφέρει να βρίσκεται στο σχολείο μου, στο 46ο Δημοτικό Σχολείο που βρισκόταν στα Μανιάτικα του Πειραιά, και μάλιστα καθημερινά. Μάλιστα, κάθε μέρα, στις 9.45 ακριβώς. Βρέξει-χιονίσει. (Αυτό το βρέξει-χιονίσει κρατήστε το γιατί θα μας χρειαστεί και παρακάτω). Να διευκρινίσω βέβαια ότι δεν βρισκόταν ολόκληρη μέσα στο σχολείο αλλά μόνο ένα τμήμα της.
Και εξηγούμαι, για να μην χάσω και τους τελευταίους από εσάς που πιθανόν εξακολουθείτε να διαβάζετε αυτά που γράφω, ότι δεν ομιλώ μεταφορικά ή με κάποια υπερρεαλιστική διάθεση όταν λέω ότι μόνο ένα τμήμα της μητέρας μου παραβίαζε καθημερινά, είπαμε στις 9.45 ακριβώς, τα όρια του σχολικού συγκροτήματος:
Στις 9.45, όταν άρχιζε το δεύτερο διάλειμμα της σχολικής ημέρας, εμφανιζόταν η μητέρα μου, αρχικά έξω από τα όρια της αυλής του σχολείου η οποία ήταν περιφραγμένη με συρματοπλέγματα, μάλιστα, καλά διαβάσατε: με συρματοπλέγματα, αλλά στη συνέχεια περνούσε τα χέρια της μέσα από δυό τρύπες που είχε ανοίξει γι’ αυτό το σκοπό και έτεινε προς το μέρος μου, τι νομίζετε; Ένα αυγό. Μελάτο. Και λίγο ψωμί. Και απαιτούσε να το φάω, εκεί μπροστά της και μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Κάθε μέρα. Στις 9.45 ακριβώς. Κι εγώ, τι να ‘κανα, το έτρωγα το αυγό μου και αισθανόμουν ότι ήμουν το μαμόθρεφτο του σχολείου. Βρέξει-χιονίσει.