Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι πολύ παράξενο μηχάνημα. Το πλέον χαοτικό σύστημα. Η παραμικρή εισροή δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς αναπάντεχα αποτελέσματα. Κάτι τέτοιο έπαθε και ο εγκέφαλος μου. Πήρα τον υπολογιστή και έκανα delete στο κείμενο και στην κατάθλιψη. Το εκκρεμές είχε βρεθεί στην άλλη μεριά.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί παίξαμε ως παιδιά. Παίξαμε στους δρόμους και τις αλάνες και γυρίσαμε όταν πια νύχτωνε με το γόνατο ματωμένο, με τα ρούχα λασπωμένα και το χαμόγελο ριζωμένο στο πρόσωπο –παρά την κατσάδα και το οινόπνευμα που μας έκαιγαν.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί παρεκτραπήκαμε. Κατεβάσαμε τόνους αλκοόλ κι όποια άλλη ουσία ήταν διαθέσιμη ακούγοντας τη μουσική των ανθρώπων που προτίμησαν να καούν παρά να ξεθωριάσουν. Γιατί φτιάξαμε ένα στούντιο με τα χέρια μας και μάθαμε να παίζουμε με δανεικές κιθάρες. Γιατί ερωτευτήκαμε για πρώτη φορά και πονέσαμε πολλές φορές από τότε.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί δουλέψαμε, τίποτα δεν μας δόθηκε τζάμπα. Βγάλανε τα πόδια μας και τα χέρια μας κάλους, αλλά συνεχίσαμε να τρέχουμε και να χαμογελούμε στο συνάδελφο, που ήταν Έλληνας, που ήταν Αμερικάνος, που ήταν Αλβανός, που ήταν άνθρωπος.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί ταξιδέψαμε. Είδαμε τα πράσινα λιβάδια της Ιρλανδίας και τη μεγάλη Πυραμίδα στο Κάιρο. Είδαμε, μια νύχτα, τα σύννεφα να πέφτουν σαν καταρράχτης από τα Γαλλικά Πυρηναία, ενώ πίναμε αψέντι και ακούγαμε στο παλιό ραδιοφωνάκι τον Brassens.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί είχαμε φίλους. Ξενυχτήσαμε μαζί τους μιλώντας για την τέχνη, για το θεό και για τον έρωτα, και τραγουδήσαμε μαζί τα φάλτσα τραγούδια μας. Τους είδαμε να πέφτουν, τους είδαμε να τρελαίνονται, τους είδαμε να φεύγουν και να ξανάρχονται. Αλλά έμειναν για πάντα φίλοι.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί δημιουργήσαμε. Γράψαμε, ζωγραφίσαμε, σπουδάσαμε, χτίσαμε έναν τοίχο, φυτέψαμε ένα αμπέλι, βοηθήσαμε έναν άνθρωπο, κάναμε ένα γκράφιτι, φτιάξαμε ένα νόστιμο φαγητό, κάναμε τους μαθητές μιας τάξης να βγάλουν φτερά, βάψαμε το σπίτι μας, κολλήσαμε αφίσες, πλέξαμε ένα κασκόλ.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί αντιταχτήκαμε. Γίναμε διαφορετικοί από τους γονείς μας, σταθήκαμε όρθιοι όταν ο καθηγητής ήθελε να γονατίσουμε, παραιτηθήκαμε μεγαλοπρεπώς όταν το αφεντικό έψαχνε για έναν ακόμα δούλο, διαδηλώσαμε όταν ήθελαν να υπακούσουμε, κλείσαμε την τηλεόραση όταν ήθελαν να τους ακούμε.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί αγαπήσαμε. Γνωρίσαμε έναν άνθρωπο που έμοιαζε να μας ξέρει από παλιά και του δείξαμε τον αληθινό μας εαυτό, χωρίς ψιμύθια και μασκαρέματα. Κι αυτός έμεινε μαζί μας, ενώ ήξερε ότι δεν είμαστε υπέροχοι, δεν είμαστε αλάνθαστοι, δεν είμαστε καν «κανονικοί». Τον αγκαλιάσαμε όταν έκλαιγε, μας χάιδεψε όταν πονάγαμε, μας στάθηκε όταν όλος ο κόσμος –και ο εαυτός μας- κατέρρεε.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί γεννήσαμε. Κρατήσαμε στην αγκαλιά μας εύθραυστα όντα, που ίσως και να μας έμοιαζαν, και τα μεγαλώσαμε δίνοντας τους ό,τι καλύτερο είχαμε, ό,τι καλύτερο μπορούσαμε, όσο περισσότερα αντέχαμε.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί ζήσαμε και αγαπήσαμε τη ζωή μας. Γιατί δεν υπάρχουν χαμένες γενιές, μόνο χαμένοι άνθρωποι. Και χαμένος είναι μόνο όποιος δεν ξέρει να αγαπά. Χαμένος είναι μόνο όποιος δε θυμάται ποιος είναι...