Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο που να ‘χει πόρτα ανοιχτή και να μην έχει θάλασσα, μονάχα άντρες άνεργους σκόνη με ήλιο και σιωπή, να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ κ’ η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας.
Κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ προφύλαξη για την υγεία μας, κι ούτε να δίνεις συμβουλές το πως το κατεβάζω έτσι και πως σκορπιέμαι έτσι και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα τις μπογιές, τις μύξες και τα κλάματα να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια πού ‘ναι βρώμικα και γώ να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά. Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια και σύ να σαι φίλος. Φίλος-φίλος, έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης και το κονιάκ να ναι σκατά και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε.