Υπάρχει ακόμα υπάρχει κάτι που δεν έχει χαθεί

Ημερομηνία 2021/4/24 21:30:00 | Κατηγορία: Μαρία, Μαράκι, Μαριώ

Ο όρος «νεοφοβικός» αφορά τον μέσο κλασικό ‘Έλληνα μικροαστό. Αυτό το φοβισμένο ον που καθορίζει όμως τα πράγματα, έχει δύναμη και καθορίζει τα πράγματα, τις τελευταίες δεκαετίες και που ακόμα και σήμερα, ενώ έχει γκρεμιστεί ο κόσμος γύρω του δεν κάνει τίποτα γιατί φοβάται να χάσει, είτε το μικροαστισμό του, είτε τη βολή του.

Αν κάποιος φοβάται το καινούργιο σημαίνει ότι θέλει να μείνει εκεί που είναι. Αν μείνεις εκεί που είσαι και δεν αλλάζεις έχεις πεθάνει. Αυτή η νοοτροπία έχει τελειώσει, αλλά ακόμα οι νεκροί δεν καταλάβαν ότι είναι νεκροί.

Η Νεάπολη του ’60 ήταν ένας πολύ όμορφος τόπος. Γειτονιές, αλάνες, ελάχιστα αμάξια, άνθρωποι που ζούσαν χωρίς τηλεόραση. Καθισμένοι έξω απ’ τα σπίτια οι άνθρωποι, κουβεντιάζανε, ζούσανε στη κοσμάρα τους, φτώχεια, αλλά και μια πληρότητα. Αλληλεγγύη, αλλά χωρίς να υπάρχει καν η έννοια στο μυαλό τους, από ένστικτο. Ξέρω εγώ, δεν ήμουν καλός σε ένα μάθημα, η μάνα μου ήταν αγράμματη, με βοήθαγε η κόρη της γειτόνισσας, η μάνα μου έλειπε για δουλειές και μας φρόντιζαν άλλες γυναίκες, παιδιά στους δρόμους, ναι, πολύ όμορφα.

Original Image


Και μετά μόλις τελείωσε η δεκαετία του ’60, σιγά σιγά όλο αυτό το πράγμα έγινε ένα έκτρωμα, άρχισε να σκεπάζεται από μπετόν. Τώρα περνάω απ’ τη Νεάπολη και δεν μπορώ να καταλάβω ότι είναι η συνοικία που μεγάλωσα. Οι άνθρωποι μπήκαν μέσα στα «κουτιά» διαμερίσματα, βρέθηκαν μπροστά σε οθόνες από τηλεοράσεις, άρχισε ο ένας να βλέπει καχύποπτα τον άλλον, άλλαζε η ιστορία. Αλλά εμείς τα είχαμε ζήσει σαν πιτσιρίκια, είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε σε μια τέτοια πολύ ιδανική και ανθρώπινη ατμόσφαιρα. Οπότε αρχίσαμε να μην γουστάρουμε την καινούργια ζωή.

Κι από εκεί, έρχεται μετά και η μεταπολίτευση. Το ΚΚΕ έλυνε κι έδενε τότε εκεί στις γειτονιές, ο πατέρας μου ήτανε στο ΚΚΕ. Κόντρες με τον πατέρα μου γιατί εμείς αρχίσαμε και ακούγαμε ροκ. Τα πουκάμισα έξω, αφήναμε μακριά μαλλιά, είμασταν δαχτυλοδεικτούμενοι, οι χειρότεροι. Οπότε, γίνανε κάποιες παρέες κάπου εκεί στα μέσα του ’70 και αλλάζαμε δίσκους, ακούγαμε τι γινότανε, παίρναμε καμιά κιθάρα να μάθουμε, τέτοια πράγματα. Φτώχεια πάλι βέβαια αλλά σ’ αυτή τη φάση πια, κακιά φτώχεια, δηλαδή καταθλιπτική φτώχεια, είχαμε μάθει σε κάτι άλλο και βλέπαμε να αλλάζει ο κόσμος. Οι ίδιοι οι γονείς μας που κάποτε τους θαυμάζαμε, που τους βλέπαμε να ζούνε έξω, να είναι κοινωνικοί, ο ένας να βοηθάει τον άλλο, σιγά σιγά άρχισαν να απομονώνονται, να γίνονται καταθλιπτικοί, να γίνονται τηλεθεατές, ε και μείς αρχίσαμε να μην το γουστάρουμε αυτό το πράγμα.

Το ροκ ήταν μια διέξοδος. Είχαμε και το μεταπολιτευτικό τραγούδι που μας τη βάραγε τελείως στο κεφάλι, γιατί τέλος πάντων ήταν αυτό που ήτανε. Φαινόταν ότι όλοι αυτοί οι τύποι ήταν καριερίστες. Αργότερα άλλοι γίνανε υπουργοί, άλλοι πολιτικοί, όλα αυτά. Δημιουργήθηκε το καινούργιο star system. Και εμείς είμασταν κάτι αλητάκια τώρα, 15 - 16 χρονών που βρισκόμασταν στις πλατείες, σε μερικές γειτονιές, σε κάτι απόμερα στούντιο, κάτι μονοκατοικίες που είχαν ξεμείνει, κάτι ερείπια. Τα νοικιάζαμε φτηνά, τα κάναμε προβάδικα και παίζαμε. Έτσι δημιουργήθηκε αυτό που λένε η ροκ σκηνή της Νεάπολης.

Original Image


Ε, και κάποια στιγμή λέμε, δεν κάνουμε και μια μπάντα; Εγώ τότε έγραφα κάτι ιστοριούλες, κάτι διηγηματάκια, και τα έδειχνα στον Καρρά και του αρέσανε. Οπότε κάποια στιγμή μου λέει «ρε συ Γιάννη, δεν παίζουμε με ελληνικό στοίχο; Αφού γράφεις, δεν το παλεύεις να γράψουμε ελληνικό στοίχο; Ο Καρράς μ’ έβαλε σ’ αυτό το trip και σιγά σιγά δημιουργήθηκε το σχήμα με τον Μπάμπη τον Παπαδόπουλο που ήταν πολύ πιτσιρικάς τότε, 15 -16 χρονών, τον Κώστα τον Φλωροσκούφη που ήταν από την αρχή και γύρω στο ’84 κάναμε το πρώτο μας ντέμο. Τη «Βραδινή πλάνη», τη «Ταξιδιάρα ψυχή», τη «Παράξενη πόλη». Ξέραμε για τον Τσακαλίδη την άνω κάτω records, δεν ψάχναμε για μεγάλες εταιρίες. Του δώσαμε το υλικό και χρηματοδότησε την ηχογράφηση του δίσκου.

Κάθε εποχή έχει τους τρόπους της και τους λόγους της να δημιουργείται κάτι εναλλακτικό. Εναλλακτικό, και τι είναι εναλλακτικό, είναι μια κουβέντα κι αυτή. Έμπασή περίπτωση όπως το βίωσα εγώ, σίγουρα τις δεκαετίες του 60 και του 70 στην Ελλάδα υπήρχανε άνθρωποι που δεν βαδίζανε τον κοινώς αποδεκτό δρόμο, το mainstream, είτε μουσικά είτε σε άλλες τέχνες. Δηλαδή από πιτσιρίκια είχαμε μάθει για τον Πουλικάκο, το ’78 νομίζω βγαίνει το Φλου με τον Παύλο, που φάγαμε όλοι σφαλιάρα όσοι ψαχνόμασταν. Ακούσαμε επιτέλους ροκ ελληνικό με ελληνικό στοίχο και μπορούσε να σταθεί ωραία, από έναν ήρωα από έναν άνθρωπο που μας γοήτευε, ψάχναμε να τον δούμε στις συναυλίες άλλα όλα αυτά ήτανε λίγο περιθωριακά. Συμβαίνανε δηλαδή τότε ακόμα στο επίπεδο της γραφικότητας. Είμασταν εμείς τα αλητάκια και είχαμε και τους ήρωές μας αλλά δεν επενέβαινε αυτό στη κοινωνία.





Εντάξει από το ’70 ως το ’80 είχε μαντρωθεί πια ο κόσμος, Αλλά πάλι υπήρχε για τους ανήσυχους νέους ένας τρόπος να επιζήσουνε. Εγώ δούλευα DJ στο Berlin, μπάρμαν και χιλιάδες άλλες δουλείες που δεν είναι ώρα να τις λέμε και βγάζαμε λεφτά για να ζούμε λιτά αλλά όμορφα. Είχα μια γκαρσονιέρα, είχα και άλλα πράγματα που δεν μπορεί σήμερα ένας νέος εύκολα να έχει. Τότε ήταν η κοινωνία καλύτερη, δηλαδή μπορούσες να αναπνεύσεις αν ήθελες να ζήσεις έξω από το σκληρό σύστημα.

Original Image


Στη δεκαετία του ’90 όμως το πράγμα, με το που σκάει μύτη και η ιδιωτική τηλεόραση, αρχίζει και παραμορφώνεται και παρανοεί επικίνδυνα η κοινωνία. Ξέρεις πέφτει και το χρήμα, αυτή η πασοκική λαίλαπα και, τι να πω γι’ αυτή την αγένεια, την κακογουστιά, την ασχήμια, την αμορφωσιά, που της δώσαν αξία, ουσιαστικά την επιβάλλανε ως επίσημη κουλτούρα του έθνους. Αυτή τη βλακεία- μαγκιά του ΠΑΣΟΚ. Το χρήμα άρχισε να διαφθείρει τον κόσμο, τα ‘χαμέ χαμένα. Κι όλα αυτά, είπαμε, κανάλια, μεγαλοεκδότες, ΠΑΣΟΚ, δημιουργήσαν βέβαια αυτή την υποκουλτούρα του σκυλάδικου, που μέχρι τη δεκαετία του ’80 ήταν κάτι περιθωριακό και γελούσαμε. Ξαφνικά έγινε το μεγάλο θέμα του έθνους. Σαν να λέμε ότι αυτός είναι ο πολιτισμός μας.

Γίναν ήρωες οι απατεώνες, οι κουτσομπολίστικες εκπομπές έγιναν must, ενώ θυμάμαι τις γυναίκες στη γειτονιά τη δεκαετία του ’60 να είναι μαζεμένες και να περνάει καμία περίεργη και να λένε, μην της μιλάτε αυτηνής, είναι κουτσομπόλα. Το κουτσομπολιό από δαχτυλοδεικτούμενο έγινε must. Η αλληλεγγύη που ήτανε έμφυτη, εξαφανίστηκε, έγινε μια έννοια. Μόλις βρίσκουμε έννοια… Τότε λέγανε ελεύθερη τηλεόραση και ξεκίναγε η εποχή της πνευματικής σκλαβιάς. Μιλάμε τώρα για αλληλεγγύη γιατί πια στον άνθρωπο έχει ατονήσει το ένστικτο αυτό, η συναίσθηση του ότι ζει με άλλους. Ο καθένας είναι για την πάρτι του, για τον κώλο του, πέρα από τη μύτη του δεν μπορεί να δει. Τη δεκαετία του ’90 πιο πολύ, γιατί τώρα με την κρίση τα πράγματα κάπως, σε κάποια μέρη, κάποια κομμάτια της κοινωνίας τέλος πάντων έχουν επανέλθει ή έχουν γίνει πιο υγιή.

Σε εκείνη την εποχή κι εμείς που γουστάραμε το ροκ, υπήρχε και το πανκ τα είχαμε ζήσει όλα αυτά, συνειδητοποιήσαμε την ανάγκη για παρέμβαση και αρχίσαμε να γινόμαστε και εμείς πιο πολιτικά όντα. Χωρίς να ασχολούμαστε με τα κόμματα αλλά να έχουμε θέση, τι γίνεται ρε παιδιά δηλαδή, που το πάτε;

Αυτό έβγαινε και στη μουσική μας και νομίζω ότι τη δεκαετία του ’90, ξεκινώντας με Τρύπες και μετά με Σπαθιά με Διάφανα κρίνα, με active member, τώρα μπορεί να ξεχνάω κάποια, άρχισε να βγαίνει από την αφάνεια ένα μεγάλο κομμάτι, νέων κυρίως ανθρώπων που δεν ένιωθαν βολικά μέσα σ’ αυτή τη βλακεία που ζούσαν. Αλλά και που η τηλεόραση τους έκρυβε. Δημιουργήθηκαν κάποιες μπάντες που βγήκαν και μιλήσαν σε μεγάλα ακροατήρια, σε ένα κομμάτι της κοινωνίας που έλεγε δεν μας αρέσει εκεί που το πάτε, δεν ψηνόμαστε από την επιβολή των ΜΜΕ και ψάχνουμε τα δικά μας πράγματα από στόμα σε στόμα. Έτσι βρέθηκαν και οι Τρύπες και οι άλλες μπάντες, να παίζουν σε χιλιάδες κόσμο. Να παίζεται και ένα παιχνίδι πίσω απ’ αυτό, υπήρξαν και οι κακές συνέπειες.

Original Image


Ξαφνικά οι εταιρίες έψαχναν να βρούνε συγκροτήματα που να παίζουν σαν τις Τρύπες, σαν τα Ξύλινα Σπαθιά, δεν επιζήσανε αυτά. Ο χρόνος έτσι κι αλλιώς είναι ο μεγαλύτερος κριτής. Τότε λοιπόν ήταν που εκφράστηκε δυναμικά και πήρε τη θέση της μέσα στο όλο γίγνεσθαι το πολιτισμικό και η εναλλακτική σκηνή.

Είναι μεγάλη η διαφορά της εποχής που έζησα σαν έφηβος. Για μένα ήταν τύχη να μεγαλώσω εκείνα τα χρόνια. Όποτε δεν μπορώ να κρίνω τι θα έκανα τώρα αν ήμουνα πιτσιρικάς. Αλλά βλέπω ότι μεγάλωσα σε μια πιο χαλαρή ψυχολογικά εποχή και τώρα οι άνθρωποι, τα παιδιά μεγαλώνουν σε μια εποχή φοβερής ψυχολογικής έντασης, όπου οι άνθρωποι έχουν μεταμορφωθεί σε μηχανές. Οφείλουν να είναι μηχανές, αλλιώς δεν μπορούν να επιζήσουν. Πάντα πίστευα, το έλεγα από πιτσιρικάς και με λέγαν τρελό, ότι οι Τρύπες είναι μια μπάντα που αφορά περισσότερο κόσμο απ’ όσο νομίζετε και μέσα απ’ την πίστη μας κι απ’ την επιμονή μας κι απ’ την υπομονή μας κάποια στιγμή φάνηκε αυτό. Γιατί περάσαμε πάρα πολλά δύσκολα χρόνια. Με τις Τρύπες παίζουμε από το ’82, και το ’94 για πρώτη φορά χαλαρώσαμε, πιστέψαμε ότι μπορούμε να αφοσιωθούμε στη μουσική μας και να ζούμε απ’ αυτό. Έφυγε μια δεκαετία και βάλε στην πείνα και στην πίστη.

Δεν με αφορά η ταμπέλα underground. Με ενδιαφέρουν οι ιδιομορφίες, οι άνθρωποι που το κάνουνε με τον τρόπο τους, τα προσωπικά μονοπάτια του καθένα που μιλάνε σε κόσμο, που καταφέρνουν να φτάσουν σε ακροατήρια. Ακόμα και τώρα και εγώ ανατρέπομαι, σταματάω την μια μπάντα, στήνω την άλλη, προχωράω. Εντάξει άμα έχεις μέσα σου τη μύγα και την τρέλα, έτσι θα πας. Έρχονται οι μουσικολόγοι και λένε ότι αυτό είναι underground… Τέλος πάντων σημασία έχει η ζωή, να προχωράει, κάθε εποχή κάτι έχει να πει, βρίσκει πάντα ερεθίσματα ο άνθρωπος.

Τώρα ζούμε, μια βαθιά κρίση και ένα μεγάλο ξεπεσμό. Τη δεκαετία του ’90 ο κόσμος είχε αποχαλινωθεί και έκανε ότι του κατέβαινε και ζούσε στη κοσμάρα του, ουσιαστικά το προετοίμαζε αυτό. Η στάση μας ήτανε «μη νομίζετε πως τα έχετε όλα, τίποτα δεν έχετε» και τώρα νομίζω είναι η στιγμή που μπορείς να πεις « μη νομίζετε πως χαθήκαν όλα, υπάρχει ακόμα υπάρχει κάτι που δεν έχει χαθεί, που λέει και το τραγούδι».

Original Image


Από τη μια, όταν μια κοινωνία ξεχνιέται στη καλοπέραση της, ένας άνθρωπος που σκέφτεται λίγο ψύχραιμα και λογικά γιατί κι αυτό σπανίζει στις μέρες μας, οφείλει να τους λέει «ρε παιδιά δεν φτάνει μόνο η καλοπέραση, έχει σημασία να σκεφτόμαστε με ψύχραιμη σκέψη, ορθή σκέψη, έχει σημασία η υγιής συναισθηματική μας ζωή, ο τρόπος να είμαστε άνθρωποι. Από την άλλη τώρα που πάμε ανάποδα πρέπει κάποιος να πει «σταθείτε παιδιά, σηκωθείτε», πάλι δεν πρέπει να χαθεί η ανθρωπιά. Βλέπεις τώρα ο τόπος είναι γεμάτος πρόσφυγες, έχουν κλείσει τα σύνορα παλεύουν να κάνουν την Ελλάδα μια αποθήκη ψυχών, που λένε και οι πολιτικοί, τέλος πάντων. Και χαίρομαι που προς το παρόν οι άνθρωποι αντιδρούν με αλληλεγγύη .

Ελπίζω να πάει έτσι ηρωικά αυτό και να αποδείξουμε ότι είμαστε άνθρωποι και ας χάσουμε, δεν πειράζει. Το ζητούμενο σε κάθε εποχή είναι η ανθρωπιά...





Η συνέντευξη έγινε το 2016 στην Αθήνα στα πλαίσια του ντοκιμαντέρ Ζητείται Διέξοδος. Είναι ένα από τα τελευταία αλλά πολύ ενδιαφέροντα γυρίσματα που κάναμε για το ντοκιμαντέρ, σε ένα άβολο μπαλκόνι στο κέντρο της Αθήνας. Στο βίντεο προβάλλεται το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης που είχαμε με τον Γιάννη. Η συνέντευξη είναι rough cut.




Απομαγνητοφώνηση, επιμέλεια Μαρία Κομιανού



This article comes from Αρτίστας
https://www.artistas.gr

Το URL του άρθρου είναι:
https://www.artistas.gr/modules/AMS/article.php?storyid=303