Άρθρα - Ροκ ιστορίες - Ο Παύλος και η Γιόλα
Μία στην τύχη...
  • Doorbell.jpg
Downloads
Επικοινωνία
Facebook
Mail: djcostas@gmail.com
Άρθρο Νο : 458
Audience : Default
Έκδοση 1.00.02
Ημερομηνία έκδοσης: 2023/11/30 22:30:00
Αναγνώσεις : 111
Ροκ ιστορίες

Ήταν στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, Πάσχα του 1978, σε ένα μπαράκι στην Διδότου, στην «Σφίγγα». Το μπαρ ανήκει στον Αλέξη Γκόλφη, στον «Χριστό» από το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», την επική σειρά της ΕΡΤ που γυρίστηκε λίγο μετά την Χούντα. Πραγματικός Χριστός, όχι σαν αυτούς τους ξενέρωτους στις εικόνες, τους ακίνητους, τους αγέλαστους, τους αυστηρούς, τους απολιτίκ.

Το ξέρετε. Από το περίφημο «μια βραδιά στο Λούκι» τότε που ο Κατσιμίχας πλάι στον κολλητό του Νίκο Ζιώγαλα (ο «Σαν σταρ του Σινεμά») μάταια έκανε κόλπα δύσκολα που κάνουν στις Ινδίες για να ρίξει την πανέμορφη Ρενέ.

Εκείνος συμμαθητής και κολλητός του Γκόλφη. Όμορφος, θρασύς, «παίχτης», ρεμπέτης και ροκάς, μπαινοβγαίνει σε συγκροτήματα και μουσικά σχήματα, κάνει συναυλίες στο Κύτταρο, τραγουδά τον «Ηλεκτρικό Θησέα» του Μαρκόπουλου, είχε όλο το μέλλον μπροστά του. Εκείνη φοιτήτρια Φιλοσοφίας στο Παρίσι, με μια ποιητική συλλογή στο ενεργητικό της, δημοσιευμένη από τον εκδοτικό οίκο του πατέρα της, απόκοσμη, σκοτεινή, βαθιά μοναχική, πρώην κνίτισσα, εκ γενετής πληγωμένη. Εκείνος έμπαινε στα 30, αυτή στα 23. Κι οι δυο με αστική καταγωγή, μεγαλοκαπνέμπορας στη Ρωσία ο παππούς του, δισέγγονος του Ζορμπά, με συγγενικούς δεσμούς με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη και την Έλλη Αλεξίου. Τον έλεγαν Παύλο, την έλεγαν Γιόλα.

Ο Παύλος τότε άφηνε πίσω του την «καθωσπρέπει» Κάθυ. Της είχε γράψει κι ένα τραγούδι, που σήμερα θεωρείται θρυλικό. «Στην Κ». «Στο πλάι σου ο άνθρωπος που διάλεξες βιτρίνα στη ζωή σου, τριάκοντα αργύρια αντίτιμο σιωπής»

Resized Image


Η Γιόλα ήταν συμμαθήτρια της Κάθυ στο κολλέγιο Αθηνών. Ίσως είχε γίνει ακούσια κι ο συνδετικός κρίκος τους. Ο Παύλος γουστάρει την μικρή Γιόλα από το πρώτο λεπτό. Εκείνη πηγαίνει να παραγγείλει. Της απλώνει το πόδι, απαιτεί την προσοχή της. Αυτή τον παραμερίζει επιδεικτικά, θέλει μόνο να πάρει το ποτό της. Ήταν μόνο η αρχή. Θα κάθονταν παρέα μέχρι τις 5 το ξημέρωμα, παρέα με τον Γκόλφη. Το ένα βράδυ θα γίνουν πολλά. Ο ένας θα γοητεύσει τον άλλον. Εκεί ξεκίνησαν όλα.

Ένα από αυτά που τους συνέδεαν είναι η ηρωίνη. Ο Παύλος στα μάτια πολλών είναι ισόθεος. Χρειάζεται κι ένα Ιούδας. Δε μπορεί ο Χριστός να κάρφωσε μόνος του τα καρφιά στις παλάμες του. Η αλήθεια είναι, όμως, πως κι οι δυο είναι μπλεγμένοι στην πρέζα από πριν. Ο Παύλος από το Γυμνάσιο -σημερινό Λύκειο- «έπινε» μαζί με τον Γκόλφη. Εκείνη ψάχνει σαν άλλη καταραμένη ποιήτρια τα πάθη, θέλει να δοκιμάσει όλες τις ουσίες, θέλει να ανοίξει όλες τις πόρτες που οδηγούν σε αδιέξοδο, να μην αφήσει τίποτα στον Χάρο, να βρει το κάστρο της καμένο. Το πρώτο φιξάκι θα το δώσει η ίδια στον εαυτό της λίγο πριν γνωρίσει τον Παύλο.

Η σχέση τους στάζει από την καύλα της νιότης και του έρωτα. Εκείνος στο πικ της δημιουργικότητας του. Συνθέτει με τους «Σπυριδούλα» το «Φλου», τον πιο ολοκληρωμένο του δίσκο. Στην Κ, ο Μπάμπης ο φλου, το 69 με κάποιον φίλο, κτλ. Η Γιόλα έρχεται κρυφά και τον βρίσκει στο στούντιο. Μπαίνει στα αεροπλάνα τα σαββατοκύριακα από το Παρίσι για Αθήνα με γυαλιά και περούκες. Δεν πρέπει να μάθουν οι δικοί της πού πάνε τα λεφτά που της δίνουν για να σπουδάσει. Είναι και που ο Παύλος δε μπορεί να γράψει, δε μπορεί να ηχογραφήσει αλλιώς. Πρέπει να την βλέπει με την άκρη του ματιού του πίσω από το μικρόφωνο, πίσω από το τζάμι. Άντε να τα εξηγήσεις αυτά σε κάποιον που δεν ξέρει τι θα πει καψούρα.

Resized Image


Ο ένας, όμως, είναι τοξικός για τον άλλον. Ανάμεσα σε ποιήματα, παρτιτούρες, ζωγραφιές, σκίτσα, υπάρχουν πάντα φιξάκια, κουτάλια, λευκή σκόνη. Ο Παύλος πριν από την Γιόλα μπαινόβγαινε στον εθισμό και πάντα έβγαινε νικητής. Η Γιόλα ήταν καινούργια στην χρήση, είχε περιθώρια να ξεφύγει. Όταν οι πλανήτες τους συγκρούστηκαν, όμως, δεν θα υπήρχε επιστροφή. Ο ένας τραβάει τον άλλο πιο χαμηλά. Ψεύτικες υποσχέσεις ότι θα κόψουν, πότε ο ένας πότε ο άλλος. Διακοπές στον Άγιο Κωνσταντίνο να «καθαρίσουν» την ίδια ώρα που ο Παύλος έκρυβε φιξάκια σε γλάστρες για να πίνει στο μπαλκόνι. Εκείνη την περίοδο πια δε θα έβρισκε φλέβα να χτυπήσει, θα τον βοηθάει η Γιόλα που έχει ακόμα μερικές φλέβες προς καταστροφή.

Στα 1980, περίπου 2 χρόνια μετά την πρώτη συνάντηση στη «Σφίγγα» θα χωριστούν οριστικά οι δρόμοι τους. Η Γιόλα είπε ότι μόνο μακριά του θα καθάριζε, οι φίλοι τους είπαν ότι ο χρήστης Παύλος δεν είχε πια την «λάμψη» του (μισο)καθαρού Παύλου και δεν της ήταν αρκετός. Αυτή θα πέσει στην αγκαλιά του Προβατά, αυτός πιο μετά στην αγκαλιά της Ηδύλης Τσαλίκη. Στην πράξη δε θα ξεπεράσει τη Γιόλα ποτέ. Η Τσαλίκη, όμως, θα ήταν η τελευταία του ευκαιρία να ξεφύγει, αυτή προσπαθούσε να τον αποτραβήξει, ο Παύλος έδειχνε ξανά ευτυχισμένος. Δεν τα κατάφεραν. Χώρισαν κι από τότε πήρε το δρόμο χωρίς επιστροφή.

Η υπόλοιπη ζωή του θα περάσει με άγρια «πιώματα» παρέα -και- με τον Γκόλφη, ξέμπαρκες γκόμενες, σουλάτσα στα στέκια ηρωίνης της Αθήνας.
Ο πιο κοντινός άνθρωπος του Παύλου, η μάνα του θα φύγει από τη ζωή, το αριστερό του χέρι παραλύει οριστικά από την χρήση, ακυρώνει συναυλίες με ένα ξεψυχισμένο «δε μπορώ» στο μικρόφωνο, μιλάει στους συνεργάτες του για αυτοκτονία. Στις 6 Δεκέμβρη του 1990 τα ξημερώματα θα βρεθεί στο σπίτι μιας ξέμπαρκης στο Νέο Κόσμο να κάνουν μαζί ηρωίνη, θα πάρει παραπάνω δόση και στις 4 το χάραμα θα πέσει σε κώμα. Η κοπέλα θα πάρει χαμπάρι τι έχει συμβεί το πρωί, όταν έχει συνέλθει κάπως από την χρήση. Θα καλέσει τους συνεργάτες του, που θα τον βρουν νεκρό λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι. Κατά άλλες αναφορές πέθανε κατά τη διακομιδή του στον Ευαγγελισμό.

Θάφτηκε στον Κόκκινο Μύλο, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Η Γιόλα θα αντέξει λίγο παραπάνω, παραδομένη στις καταχρήσεις, θα την βρουν νεκρή στο σπίτι της στα 50 της. Ήταν 2005, 15 χρόνια μετά τον Παύλο. Δεν άντεξε το συκώτι της. Ο συνδετικός τους κρίκος, ο Χριστός τους, ο Αλέξης Γκόλφης νικημένος από τις ουσίες θα καταλήξει άστεγος ρακοσυλλέκτης στην πλατεία Κολιάτσου. Θα βρεθεί νεκρός 2 χρόνια μετά τον θάνατο της Γιόλας, το 2007, και θα χρειαστούν 2 ολόκληροι μήνες να αναγνωριστεί, ενώ είναι ξεχασμένος στο νεκροτομείο.

Resized Image


Όταν ακόμα ήταν νέοι κι ατρόμητοι, όταν ακόμα έβγαζαν τη γλώσσα τους στον θάνατο, ο Παύλος θα της γράψει ένα τραγούδι που θα το χώσει στο «Φλου», ένα τραγούδι ναρκισσιστικής σιγουριάς, τοξικής ματαιοπονίας, μια δυνατή κραυγή να γυρίσει πίσω, την περίοδο που χώριζαν και τα έβρισκαν ξανά και ξανά. Είχαν μόνο ο ένας τον άλλον, όλα γύρω είχαν καταρρεύσει, πώς θα μπορούσε να φύγει μακριά του, τι θα μπορούσε να στραβώσει, ποια δύναμη, ποια ουσία θα μπορούσε να νικήσει αυτό που είχαν φτιάξει, πώς θα γινόταν να νικήσει η μοναξιά;

Ανάμεσα στους στίχους η κιθάρα θα σολάρει με έναν τρόπο ανατριχιαστικό, οι νότες συγχρονίζονται με τον σπαραγμό του Παύλου, ακούγοντας την είναι σα να ακούς το κλάμα του. Έτσι τα άσκοπα πιώματα, τα βυθισμένα από μοναξιά και πόνο συναντάνε την αστρική αρμονία της μουσικής και δικαιώνονται, γίνονται αθάνατα, όπως κι αυτός ο αυτοκαταστροφικός δυνατός τους έρωτας.

Ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ήταν η Γιόλα Αναγνωστοπούλου...




Εκτύπωσω Μοιραστείτε αυτό το άρθρο